Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Η επιστροφή του Οδυσσέα


Εκεί οπού επέρασαν … χρόνια
σαπρές ανάγκες
Στα βράχια τους τις τσάκιζαν
Οι Οδυσσείς τις βάρκες

 Πολύ πριν από την στιγμή αυτή που οι εφιαλτικές εκτιμήσεις ανεβάζουν την ανεργία στο 23% μέσα στο 2012, και που η Αυστραλία ετοιμάζεται να υποδεχτεί ένα νέο κύμα Ελλήνων οικονομικών μεταναστών, η Ελλάδα αιμορραγεί μετά τις αποτυχημένες επεμβάσεις των ειδημόνων  χάνοντας μεγάλο μέρος του νέου, ταλαντούχου και ικανού δυναμικού της.

Στην μακραίωνη ιστορία της η φυλή αυτή, που γέννησε τον πρώτο μεγάλο και καθολικό αντιήρωα (σε αντιπαραβολή με έναν Αχιλλέα ή έναν Αίαντα) , είτε ως ισχυρός βασιλιάς με τους συντρόφους του, είτε ως καπάτσος καταφερτζής έμπορος, είτε ως ρακένδυτος ζητιάνος δημιουργός ιστορίας, είτε ως απλός καιροσκόπος , επέλεξε η αναγκάστηκε ΑΜΕΤΡΗΤΕΣ φορές να αποχωριστεί τα πάτρια εδάφη και να τα μεταφέρει αλλού, στις πιο απίθανες γωνιές της γής.

Από τις μυθικές εκστρατείες και τους πρώτους ιστορικούς αποικισμούς, από την εξάπλωση κατά την καταστροφή του αρχαίου κόσμου στην εξάπλωση κατά την καταστροφή της Πόλης έως τους πιο σύγχρονους ξενιτεμούς στο Αμέρικα, στην Γερμανία, στην Αυστραλία, στην νότια Αφρική και όπου αλλού υπάρχει έδαφος, φοράγαμε τα χίλια διαφορετικά κουστούμια του μέγα αντιήρωα της φυλής.

Και πάντα, στα χιλιάδες χρόνια και στα χιλιάδες μέρη και στους χιλιάδες διαφορετικούς ρόλους η ευχή και κατάρα του προτύπου, αυτός ο μοναδικός, ο Νόστος μας ακολουθούσε, με αποτέλεσμα ναι να φεύγουμε, συχνότατα να μεταφέρουμε, αλλά Τέλος να γυρνάμε και να ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΟΥΜΕ.

Κάπου όμως εκεί κατά τους δύο πρώτους παγκοσμίους πολέμους, όταν θα γεννιόταν ο άλλος μεγάλος, ξένος αυτή την φορά, Οδυσσέας του Joyce, αρχίσαμε να χάνουμε την επαφή με τον γιό του Λαέρτη, τα κουστούμια και οι ρόλοι εφθάρησαν με αποτέλεσμα ο τελευταίος κύκλος της Ελληνικής αιμορραγίας να μην κλείσει για πολλούς με έναν Νοστο.

Πολύ φοβάμαι πως τώρα και για πρώτη φορά, κατά πώς οι συνθήκες δείχνουν, ενδέχεται να μπούμε στον τελευταίο τέτοιο ηρωικό κύκλο της φυλής, έναν νέο δρόμο που χάνοντας κάθε του ρίζα (δεν έμειναν και πολλά για να μεγαλώσουν με ρίζες τα δεντριά) θα αποκτήσει για πρώτη φορά την γραμμικότητα που θα απαγορεύσει κάθε επιστροφή. ΣΕ ΤΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ;

Σκεφτόμουν τις προάλλες αν ερχόταν, η καλύτερα μάλλον ΟΤΑΝ έρθουν οι συνθήκες και κατά πάνω μου κατασπαρακτικά τι θα κάνω, θα κάνω μια αίτηση στην πρεσβεία της Αυστραλίας, θα κοιτάξω κάτι πιο κοντά στους ισχυρούς φίλους μας Γερμανούς τι;

Την απάντηση δεν την έχω, όμως διακρίνω πως δεν έχω για αυτόν τον Χρονο και εποχή, την θέληση ούτε του αρχικού Οδυσσέα, ούτε την πιθανή γραμμικότητα του νέου, πέθανε το πρότυπο μου μαζί με τον Αίαντα χιλιάδες χρόνια πριν; Μήπως παραμείνω αδύναμος και γέρος σαν τον Εύμαιο να φροντίζω/βοηθάω τους μνηστήρες καθώς κατασπαταλούν το βιός της φυλής με μόνες τις αναμνήσεις ενός Οδυσσέα;

Το πιο πιθανό τελικά είναι να παραμείνω πίσω σαν τον πιστό Άργο, και σε κάθε ευκαιρία να προσπαθώ να δαγκώσω ΟΣΟΝ ΔΥΝΑΜΑΙ τους εκμεταλλευτές του οίκου του αφέντη μου υπομένοντας τις κλωτσιές.

Περιμένοντας 'οδυσσόμενος' την ώρα που σε 5 χρόνια, σε 10 χρόνια από τώρα, σε 20, ΣΕ ΟΣΑ, οι τελευταίοι Οδυσσείς θα επιστρέψουν. Την ώρα που το βέλος θα περάσει ξανά από τις λαβές όλων των τσεκουριών, την ώρα που όπως πρώτα θα θειαφίζουμε για να καθαρίσει ο τόπος από το μίασμα του αίματος των ΜΝΗΣΤΗΡΩΝ.





Την ίδια στιγμή έχουμε και την επιστροφή ενός άλλου λαϊκού αυτή την φορά προτύπου απόλυτα ταυτισμένου με τις τελευταίες και ατελεύτητες ΕΞΟΔΟΥΣ μας εξ’ ού και μίζερου, ανατολίτικου, κλαψιάρικου, την επιστροφή του Καζατζιδισμού.
Με την ελπίδα να μην μας κολλήσει ρετσινιά η μιζέρια βάζω ένα άλλο πιο παραδοσιακό τραγούδι της ξενιτιάς, πιο ταιριαστό για έναν Οδυσσέα στην πιο γνωστή εκδοχή του

Κινήσαν τα καράβια τα ζαγοριανά
κίνησε κι ό καλός μου να πάει στην ξενιτιά
Ούτε γράμμα μου στέλνει, ούτε αντιλογιά.
Μου στέλνει ένα μαντήλι
δώδεκα φλουριά στην άκρη
απ΄ το μαντήλι μόχι αντιλογιά.
Θέλεις κόρη μ΄ παντρέψου, θέλεις καλογριά,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καρτέρα με.
Εδώ στον τόπο πού ‘ρθα και παντρεύτηκα
μαεστροπούλα πήρα και μπερδεύτηκα.
Μαγεύει τα καράβια και δεν έρχονται
εμάγεψε και μένα και δεν έρχομαι.
Κινώ να ‘ρθώ στο σπίτι χιόνια και βροχές
πάλι πίσω γυρίζω ήλιος ξαστεριά



Και στην αγαπημένη μου εκδοχή -οποσδήποτε ακούστε την - σαν καθιστικό τραγούδι εδώ με γκάιντα από τον φίλο και δάσκαλο Γιώργο Μακρή μαζί με τον Βασίλη Καρακούση (το πρώτο τραγούδι στο 5ο βίντεο, ξεκινάει μετα το 1:45 δυστυχώς όχι ολόκληρο)

Και τέλος φυσικά τον Αμάραντο



Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Σκάσε Σκύλα, Σκάσε


Μένω σε μια παλιά πολυκατοικία. Το άθλιο τσιμεντένιο της σώμα αγκαλιάζεται με τις άλλες του τετραγώνου, εξίσου παλαιές και άθλιες και δημιουργούν στο κέντρο έναν πολύ μεγάλο ‘κενό’ χώρο τον γνωστό μας ακάλυπτο. Και ναι μεν είναι ακάλυπτος, ασκεπής, όμως καταλαμβάνεται από μικρά τοιχία που χωρίζουν τις πολυκατοικίες, από πεταμένα πράγματα, από φυτά, από γάτες, από περιστέρια από ένα σωρό άλλα. Σε ένα μέρος μάλιστα δεσπόζει μια γηραία συκιά της οποίας τα πάνω κλαδιά φτάνουν μέχρι τον τρίτο όροφο.

Μικρός (ναι είναι το πατρικό μου) έσκυβα από το μπαλκόνι την κοίταζα και φανταζόμουν πως θα μεγάλωνε μέχρι να φτάσει στον πέμπτο και να την αγγίξω. Αυτό δεν συνέβη βέβαια ποτέ. Αναρωτιόμουν επίσης αν έβγαζε σύκα, ούτε αυτό όμως το έμαθα μιας και δεν έχω πάει  ποτέ στον ακάλυπτο, δεν ξέρω καν αν είναι προσβάσιμος. Ίσως μόνο από κάποια υπόγεια διαμερίσματα από ξεχασμένες μαγικές πόρτες που ως εκ θαύματος οδηγούν σε μια συκιά στην καρδιά των τόνων μπετό.

Άραγε αν έμενα σε κάποιο τέτοιο υπόγειο διαμέρισμα με έξοδο εκεί, θα πότιζα την συκιά; Θα τάιζα τις γάτες; Πιθανόν αν και μέχρι τώρα αρκούμαι στο να βλέπω την συκιά και να ακούω τις γάτες.

Βλέπετε ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτών των κατασκευών είναι πως ο ακάλυπτος λειτουργεί σαν ηχείο για τις πολυκατοικίες με αποτέλεσμα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την παλαιότητα τους (άγνωστη λέξη η ηχομόνωση το 50), να φτάνουν κάθε είδους ήχοι στα πίσω δωμάτια ένα από τα οποίο είναι στην περίπτωση μου και το υπνοδωμάτιο.

Έτσι ακούω από σπιτικές εργασίες, τσακωμούς, γαυγίσματα, κλάματα, γέλια, μουσικές (μάλιστα για μια περίοδο είχα κάποιον που έπαιζε ούτι με τον οποίο συνομιλούσαμε με μελωδικούς μιμητισμούς, άλλοτε αντέγραφε τι έπαιζα εγώ στην φλογέρα ή την γκάιντα και άλλοτε εγώ αυτόν, τον ερωτόκριτο πάντως τον είχαμε σκίσει, χωρίς ποτέ βέβαια να γνωριστούμε ή έστω να αναγνωρίσουμε ο ένας την παρουσία του άλλου πέρα από την αναγνώριση που έδιναν οι μελωδίες των οργάνων), μέχρι και γάτες.

Οι γάτες έχουν πολύ πλάκα. Κατά περιόδους, σύμφωνα με τους κύκλους που έχει εγγράψει η φύση μέσα τους ξεκινάνε τις χορωδίες. Τσακωμοί αρσενικών, ερωτικά καλέσματα για τα θηλυκά, νέα γατιά πάμε για τον νέο κύκλο, επανάληψη δυο φορές τον χρόνο. Τόσες φορές που τις έχω ακούσει νομίζω πως καταλαβαίνω άψογα γατίσια αν και δεν μπορώ να τα μιλήσω καλά. Παρόμοια κατάσταση έχουμε και με τα περιστέρια αν και δεν έχει τόση πλάκα όση με τις γάτες.

Το τελευταίο διάστημα όμως για καλή μου τύχη έχω κάτι πολύ πολύ πιο ενδιαφέρον από τα παραπάνω, καθώς φαίνεται πως έχει μετακομίσει σε κάποιο διαμέρισμα θηλυκό του γένους Hommo είδους Sapiens με εξαιρετικά καλή ερωτική ζωή, και ακόμα πιο εξαίρετες ικανότητες έκφρασης της. Δεν αναφέρομαι σε αρσενικό σύντροφο γιατί εν αντιθέσει με την εκφραστική φίλη μας ο άλλος ή οι άλλοι δεν ακούγεται/ακούγονται.

Όπως και να έχει, η κοπελιά βάζει τα γυαλιά σε επαγγελματίες, τόσο καλή είναι. Βογγητά, σιωπές, αναφιλητά, επευφημίες, οδηγίες, κραυγές άλλες κοφτές άλλες μακρόσυρτες τίποτα δεν λείπει από το ερωτικό της ηχητικό οπλοστάσιο, χρησιμοποιεί όλο αυτό το αρχέγονο ρεπερτόριο, που η φύση προίκισε τις γυναίκες ώστε να ευχαριστιόμαστε και εμείς, τόσο καλά που ξυπνάει και νεκρούς.

Την πρώτη φορά που την άκουσα, είχα ήδη ξαπλώσει στα πρόθυρα του να αρχίσω τα ροχαλητά, μα μόλις αντιλήφθηκα το τι άκουγα (δεν ήταν και δύσκολο έχει και ντεσιμπέλ) αυθόρμητα χαμογέλασα και χάρηκα. Όχι δεν χάρηκα σαν στερημένος ανωμαλιάρης που περιμένει κανα τέτοιο για να αυνανιστεί βραδιάτικα, χάρηκα με έναν πολύ βαθύτερο από τον σωματικό τρόπο. Σαν να ήταν αυτά που άκουγα η πιο όμορφη και γλυκιά κατάφαση πως ναι ρε γαμώτο η ζωή είναι ωραία.

Βέβαια όπως διαπίστωσα την δεύτερη φορά που την άκουσα, η αλήθεια είναι πως έδωσε ρέστα τότε, δεν συμμερίζονται όλοι την άποψη και χαρά μου. Τουναντίον έκτοτε ξεκίνησε το σόου.

Αφού είχαν περάσει 10-15 λεπτά ηχητικής απόλαυσης σκάει μύτη σε ένα μπαλκόνι του ακαλύπτου μια κυρία (δεν την είδα αλλά άκουσα τα παντζούρια να ανοίγουν κτλ είπαμε ακούγονται όλα) και αρχίζει η ‘ατίμητη’ να κράζει.

‘Σαν δεν ντρέπεστε’, (γιατί καλέ κλεμμένο το έχουνε;)

‘Δεν μπορώ να κοιμηθώ’…. (ε ξύπνα τον άντρα σου η βρες κάποιον να σε κρατάει και σένα ξύπνια)
….δουλεύουμε το πρωί (άλλο αυτό, μόνο στις αργίες επιτρέπεται;)

Να πάτε να τα κάνετε στην χώρα σας αυτά (sic) !!! (καλά κυρία μου τα ‘έλα πιο γρήγορα αγόρι μου’ και ‘σκίσε με’ ξέρετε να τα λένε και μη γηγενής αυτής της χώρας;)

Θα καλέσω την αστυνομία (αχαχα και τι θα καταγγείλεις που πηδιούνται οι άλλοι η που δεν  εσύ;)

ΣΚΑΣΕ ΣΚΥΛΑ ΣΚΑΣΕ!

Εκεί τρελάθηκα. Ήθελα να βγώ και εγώ στο μπαλκόνι να αρχίσω να κράζω.
Τι έγινε ρε γαμώτο, φτάσαμε σε τέτοιο σημείο μιζέριας σε αυτή την χώρα που μας πειράζει όταν κάποιοι περνάνε καλά, ερωτικά στην περίπτωση μας και θεωρούμε πως είναι και απολίτιστοι ξένοι;

Δεν μίλησα, και πολύ καλώς δεν σταμάτησε και το ζευγάρι πρώιμα.
Την επόμενη όμως θέλω να βγώ να κράξω και εγώ την ερώτηση μου
'Δηλαδή να κόψουμε και το γαμ$*#&$ να μπορεί να κοιμηθεί για να πάει στην δουλειά της η κυρία'; ( υπήρχαν και άλλοι διαμαρτυρόμενοι –μπορεί και ορθόδοξοι ή προτεστάντες - αλλά μένω σε αυτήν την χαρακτηριστική με την φωνή και φρασεολογία αλά Λουκά)

Η ακόμα καλύτερα αν βρώ το θάρρος ίσως πάνω από τις φωνές της νέο-Λουκά να ρωτήσω, ‘ρε παιδιά μήπως δέχεστε και παρέα’;

Μέχρι τότε θα φαντάζομαι την συκιά να μεγαλώνει μέχρι τον πέμπτο ώστε να την αγγίξω, θα φαντάζομαι πως υπήρχαν εποχές που οι γάτες για να ζευγαρώσουν δεν έπρεπε να πηδάνε δέκα μάντρες σε ακάλυπτους, εποχές που οι κουτσουλιές των περιστεριών πέφτανε σε χώμα, εποχές που οι συκιές ήταν μεγαλύτερες από τα μπετά, εποχές που οι γριές όταν άκουγαν τα βογγητά από τις νεότερες χαίρονταν και θυμόνταν και αυτές τα δικά τους, θα φαντάζομαι πως τέτοιες εποχές ίσως επιστρέψουν.

Εποχές που όταν η ζωή ερχόταν/έρχεται κατά πάνω σου πανέμορφη, θορυβώδης εσύ την αγκάλιαζες/αγκαλιάζεις και δεν φώναζες/φωνάζεις ‘Σκάσε σκύλα, σκάσε’
Ίσως και να βρώ το θάρρος και πάω από κεί. Ίσως και να με καλωσορίσουν και φωνάξω και εγώ δυνατά. Ίσως με τις φωνές εξαφανιστούν οι ‘ατίμητοι’ αρνητές της ζωής (γενικότερα), ίσως μεγαλώσει και η συκιά.





Τώρα ακούω κομπρεσέρ από τον ακάλυπτο. Στις ειδήσεις λέει για ποσοστό χρεωκοπίας της χώρας : 95%. Λέτε τότε να το κόψουμε και αυτό μαχαίρι;

Κοπελιά μην μασάς ‘τίμησε’ τους όλους.